- ἐγχειρήσῃς
- ἐγχειρέωtakeaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κολπεκτομή — η ιατρ. 1. αφαίρεση κολπικού τοιχώματος, συνήθως μερική, κατά την εκτέλεση τής εγχείρησης για κυστεοκήλη, ορθοκήλη ή πρόπτωση τής μήτρας 2. ριζική εγχείρηση αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpectomie <… … Dictionary of Greek
κολπορραφία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται σε συρραφή τού κολπικού τοιχώματος, συχνά στο πλαίσιο τής εγχείρησης για πρόπτωση τής μήτρας ή κολποκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colporrhaphy < colpo (< κόλπος) + rrhaphy (< γαλλ.… … Dictionary of Greek
οφθαλμοστάτης — ο ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για απομάκρυνση τών βλεφάρων και στερέωση τού οφθαλμικού βολβού με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση εγχείρησης στον οφθαλμό … Dictionary of Greek
προεγχειρητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εκτελείται πριν από χειρουργική επέμβαση («προεγχειρητική αγωγή) 2. φρ. α) «προεγχειρητικές εξετάσεις» ιατρ. γενικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται πριν από χειρουργική επέμβαση και συνίστανται στη διερεύνηση τής απήχησης… … Dictionary of Greek
τομώ — άω, Α [τομή / τόμος] έχω ανάγκη τομής, εγχείρησης … Dictionary of Greek
υαλονιψία — η, Ν ιατρ. παλαιός τρόπος εγχείρησης τού καταρράκτη τού οφθαλμού … Dictionary of Greek
αεριώδης εμβολή — Η απόφραξη μιας αρτηρίας από φυσαλίδες αέρα, που έχουν μπει στο αίμα στη διάρκεια της εγχείρησης ή μετά από τραυματισμό, από ατύχημα ή σε ατύχημα πίεσης (στην περίπτωση π.χ. των δυτών) … Dictionary of Greek
Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… … Dictionary of Greek
νωτιαία αναισθησία — Ένεση ενός παυσίπονου φαρμάκου στην περιοχή γύρω από τον νωτιαίο μυελό, για να μπλοκάρει την αίσθηση του πόνου στη διάρκεια της εγχείρησης … Dictionary of Greek